λήμμα:> | γκιράπης, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από την αγγλική φράση get up (ακούγεται κάτι σαν "γκιράπ"). |
σημασία: | Οπαδός της σόουλ και ντίσκο μουσικής (από τη φράση get up που ακουγόταν σε τραγούδια του James Brown). |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | καρεκλάς |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ο γκιράπης άκουγε μεν ντίσκο, αλλά διέφερε από τον καρεκλά επειδή άκουγε πιο ψαγμένη ντίσκο. |
προέλευση: | ntalikerhs.blogspot.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 09-05-2014 22:45:49 PM |
συγγραφέας: | Βαλσαμή Αργυρώ |