| λήμμα:> | μπιροκοιλιάς, ο |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη μπίρα και τη λέξη κοιλιά. |
| σημασία: | Χαρακτηρισμός για άντρα με μεγάλη κοιλιά (όπως από υπέρμετρη κατανάλωση μπίρας). |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Βλέπει ο μπιροκοιλιάς τον γραμμωμένο δίπλα του κι αρχίζει. «Έλα, μωρέ, με αναβολικά το κάνω κι εγώ τέτοιο κορμί». |
| προέλευση: | |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 10-05-2014 03:30:06 AM |
| συγγραφέας: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |