λήμμα:> | στανταράκι, το |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη στάνταρ (αγγλ. standard) και το επίθημα -άκι. |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για κάτι το οποίο είναι σίγουρο, στάνταρ. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | σιγουράκι |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | - Εσύ δεν έχεις κανένα στανταράκι; - Τι εννοείς; - Ε, κάποια γυναίκα που να μπορείς να πας ανά πάσα στιγμή. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 30-04-2014 23:04:50 PM |
συγγραφέας: | Σαλούστρου Βασιλική |