λήμμα:> | φάσωμα, το |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το ρήμα φασώνω. |
σημασία: | Οι ερωτικές περιπτύξεις. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Μη περιμένεις να σ' το πει για να καταλάβεις ότι είναι έτοιμη για ένα φιλί, ένα φάσωμα ή κάτι παραπάνω. |
προέλευση: | tampouloukia.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 29-07-2014 15:02:49 PM |
συγγραφέας: | Παναγόπουλος Παναγιώτης |