λήμμα:> | βαράω τιλτ/tilt |
μέρος του λόγου:> | Φράση |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από την αγγλική λέξη tilt (= κλίνω, γέρνω) στα φλιπεράκια και σε σύγχρονα ηλεκτρονικά παιχνίδια, στο πόκερ κτλ. |
σημασία: | Χάνω την ψυχραιμία μου, τρελαίνομαι, βγαίνω εκτός εαυτού, μπλοκάρει ή θολώνει το μυαλό μου. Βλ. και τιλτάρω. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | τιλτάρω |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Εγώ ήδη βάρεσα τιλτ, δεν μπορώ να δω άλλο, σιχάθηκα το ποδόσφαιρο, τον μουσακά, την μακαρονάδα με σαλτσα και τυρί, τα άντερά μου. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-08-2014 23:04:02 PM |
συγγραφέας: | Σαλούστρου Βασιλική |