λήμμα:> | γιολάρω |
μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το γιόλο (αρχικά της φράσης "you only live once") και το επίθημα -άρω. |
σημασία: | Ζω έντονα και απολαμβάνω κάθε στιγμή στη ζωή μου. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Όλη μέρα γιολάρεις στις παραλίες, ε; |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-08-2014 23:24:40 PM |
συγγραφέας: | Σαλούστρου Βασιλική |