| λήμμα:> | βαράω τσίτες |
| μέρος του λόγου:> | Φράση |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Η λέξη τσίτα (πιθανόν τουρκικής προέλευσης κατά το "Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής) χρησιμοποιείται στο γενικό λεξιλόγιο στη φράση "στην τσίτα" = σε κατάσταση έντασης". |
| σημασία: | Έχω τα νεύρα μου, είμαι πολύ τσιτωμένος, αγχωμένος κτλ.
|
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | 1) Τα ίδια, κάκιστη ψυχολογία, βαράω τσίτες πολλές από χτες... 2) Δεν έχω σκοπό να βαράω επί ώρες τσίτες με τον καινούριο υπολογιστή μου. |
| προέλευση: | |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 30-04-2014 18:56:01 PM |
| συγγραφέας: | ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ |