λήμμα:> | συφιλιάζω/συφιλιάζομαι |
μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη σύφιλη και το επίθημα -ιάζω. |
σημασία: | Νευριάζω πολύ, συγχύζομαι έντονα, τρελαίνομαι με κάτι. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | χιτλεριάζω/χιτλεριάζομαι |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Συφιλιάζομαι όταν μιλάνε για επιχειρηματικότητα. Ρε, στην εφορία έχετε πάει να ανοίξετε μια γαμώ προσωπική επιχείρηση; |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 02-05-2014 18:00:01 PM |
συγγραφέας: | Σέργης Γεώργιος |