λήμμα:> | καυλαντίζω |
μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη καύλα πιθανόν κατά το πρότυπο σχηματισμού της λέξης καζαντίζω. |
σημασία: | Προσεγγίζω ερωτικά κάποιον/κάποια με σκοπό την ερωτική συνεύρεση. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Κάνει και κάτι αψυχολόγητα που μου πιάνει το χέρι και με χαϊδεύει και εκείνες τις φάσεις είμαι στάνταρ γουστάρει, αλλά μετά σκέφτομαι άνθρωπος είναι και αυτή θέλει να καυλαντίσει λίγο εκ του ασφαλούς... |
προέλευση: | lifo.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 15:48:09 PM |
συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |