ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

Στη βάση είναι αποθηκευμένα 685 λήμματα (554 έγκυρα) και 88 εγγεγραμμένοι χρήστες
 
Βρέθηκαν 63 εγγραφές - λήμματα από: τ  -  Τ [σε αγκύλες το πλήθος των θεάσεων κάθε λήμματος]

 

τα θερμά μου συλλαλητήρια... [772] τα κάνω πουτάνα [496]
τα κάνω τούμπανο [448] τα κάνω τσουρέκια [439]
τα σκεύη μου [428] ταλιροφονιάς, ο [446]
ταμελέ [482] ταμπελιάζω/ταμπελώνω [519]
ταμπέλιασμα/ταμπέλωμα, το... [452] ταπαίρνογλου, ο [458]
ταπηροκρανίαση, η [459] τελικιάζω [479]
τελίκιασμα, το [453] τζαμάουα [724]
τζαμάρω [477] τζι-τι-πι/GTP / γου-του-που/ΓΤΠ... [511]
τζίζας [567] τηγκανά [469]
την άκουσα (στέρεο) [493] την έχω πιστέψει (κάτι)... [450]
την πούλεψα [475] τι να κλάσει; [443]
τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνή... [501] τι στον πέο/πούτσο; [453]
τιλτάρω [576] το ψήνω / ψήνομαι (να) [455]
τον ήπια [485] τον/την/το ακουμπάω [438]
του απιστεύτου (ή απιστεύτου)... [433] του μουνιού το πανηγύρι... [491]
τουμπανέιρο [443] τουμπανιάρης, -α, -ικο [479]
τούμπανο [534] τουμπεκιάζω [496]
τουμπεκιστάν [479] τρανσιά, η [418]
τραπεζάτο, το [446] τρασίλα, η [405]
τρελά γκάζια [490] τρελάκι, το / τρελάκιας, ο... [436]
τρέλειος, -α, -ο [439] τρελελέ βλ. απολελέ και τρελελέ... [368]
τρεντάκιας, ο [441] τρέντικος/τρεντουλιάρικος, -η, -ο... [444]
τρέντουλο, το / τρέντουλας, ο... [470] τριμάλαξ/τριμαλάκας, ο... [427]
τρολάρω/τρολιάζω [547] τρομπαδούρος, ο [513]
τροχόμπατσος, ο [432] τρώω άκυρο [448]
τρώω γείωση [448] τρώω μπαν/ban [472]
τρώω ντιλίτ/delete [432] τρώω σαβούρα [483]
τρώω φρίκη [431] τρώω χι [455]
τσάγια [378] τσάπι(ν)γκ, το [443]
τσαπού, η [489] τσιλάρω [548]
τσίου [399] τσουλέ [485]
τυροβρομίκουλας, ο [447]


 

 
Copyright © 2014-2025
 

 

Σύνδεση με IP: 18.218.189.36