ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  ντουρντουλούκι, το
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Δεν αναφέρεται ετυμολογία.
meaning:  

Μεγάλη φασαρία και αναταραχή, χαμός.

thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  

Όταν κάποιος άνδρας προσπαθήσει να φάει τη γυναίκα άλλου, το πιο συνηθισμένο είναι να πέσουν κάποιες ψιλές. Όταν μια γυναίκα όμως προσπαθήσει να φάει τον άνδρα άλλης, εκεί γίνεται μεγάλο ντουρντουλούκι. Κι όχι μόνο ντουρντουλούκι, αλλά βγαίνουν μαχαίρια, ψαλίδια και λοιπά αιχμηρά αντικείμενα.

source:  prismanews.gr
linguistic classification:  -
registered in dbase:  02-05-2014 18:21:44 PM
author:  Δεληγιώργη Χριστίνα

 

 

RETURN TO THE CHARACTER ν - Ν

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.149.28.222