ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  ξεκωλέ
part of speech:  Adjective
inflective/noninflective:  Noninflective
etymology:  Από το πρόθημα ξε, τη λέξη κώλος και το επίθημα (γαλλικής προέλευσης) .
meaning:  

Χαρακτηρίζει προκλητικό ντύσιμο ή γυναίκα που προσπαθεί να προκαλέσει με το ντύσιμό της.

thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  

1) Εκεί, μεταξύ αγνώστων, η Ιωάννα πήρε το πιο ξεκωλέ προφίλ της.

2) [ως επίρρημα] Αυτό που όλες ντύνονται ξεκωλέ-ολέ και όταν πλησιάζεις επικίνδυνα μεταμορφώονται σε μειξοπαρθένες-κιουρίες, ειλικρινά, δεν το κατάλαβα ποτέ μου.

source:  

1) xstream.gr/erotikes-istories

2) always-a-free-spirit.tumblr.com

linguistic classification:  -
registered in dbase:  02-05-2014 18:40:19 PM
author:  Δεληγιώργη Χριστίνα

 

 

RETURN TO THE CHARACTER ξ - Ξ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.141.31.209