lemma:> | ξεκωλέ |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Από το πρόθημα ξε, τη λέξη κώλος και το επίθημα (γαλλικής προέλευσης) -έ. |
meaning: | Χαρακτηρίζει προκλητικό ντύσιμο ή γυναίκα που προσπαθεί να προκαλέσει με το ντύσιμό της. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | 1) Εκεί, μεταξύ αγνώστων, η Ιωάννα πήρε το πιο ξεκωλέ προφίλ της. 2) [ως επίρρημα] Αυτό που όλες ντύνονται ξεκωλέ-ολέ και όταν πλησιάζεις επικίνδυνα μεταμορφώονται σε μειξοπαρθένες-κιουρίες, ειλικρινά, δεν το κατάλαβα ποτέ μου. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 02-05-2014 18:40:19 PM |
author: | Δεληγιώργη Χριστίνα |