lemma:> | ταμπελιάζω/ταμπελώνω |
part of speech:> | Verb |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη ταμπέλα και το επίθημα -ιάζω/-ώνω. |
meaning: | "Βάζω ταμπέλα" σε κάποιον, του αποδίδω έναν χαρακτηρισμό ως "ταμπέλα". |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | 1) Ίσως γιατί έχω μάθει να βλέπω κάθε άνθρωπο ξεχωριστά κι όχι να ταμπελιάζω, π.χ., οι Άγγλοι οι αδερφές (όλοι), οι Γάλλοι οι βρομιάρηδες (όλοι), οι Εβραίοι οι σφαγείς (όλοι) κλπ. 2) Πρόκειται για δυο σχετικά διαφορετικούς χαρακτήρες. Δε μου αρέσει να "ταμπελώνω", αλλά θα το κάνω για να καταλάβεις πού θέλω να καταλήξω. |
source: | 1) thelab.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 02-05-2014 18:58:23 PM |
author: | Σέργης Γεώργιος |