lemma:> | ξενερουά |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Από το ρήμα ξενερ(ώνω) και το γαλλικής προέλευσης επίθημα -ουά, κατά τον σχηματισμό γαλλικών επιθέτων. |
meaning: | Χαρακτηρισμός για κάποιον ή κάτι ξενέρωτο. |
thematic category: | - |
synonyms: | ξενέ |
opposites: | - |
examples of use: | Εκτός από ξενερουά ταινία, με ξενερουά καστ ηθοποιών, έχει και ξενερουά τίτλο. Έλεος. Δεν αξίζει να τη δείτε. |
source: | forums.gr |
linguistic classification: | Υβριδικός σχηματισμός. |
registered in dbase: | 02-05-2014 19:02:30 PM |
author: | Δεληγιώργη Χριστίνα |