ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  αξιαγάμητος, -η, -ο
part of speech:  Adjective
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Χιουμοριστική παραλλαγή της λέξης αξιαγάπητος.
meaning:  Χαρακτηρισμός για άτομο (κυρίως γυναίκα) σεξουαλικά ελκυστικό.
thematic category:  -
synonyms:  

γαμεύσιμος, γαμησάμπλ, γαμήσιμος, κρεβατάμπλ, πηδήξιμος

opposites:  -
examples of use:  

Ροφός ή όχι, παραμένει μια άκρως αξιαγάμητη σαραντάρα.

 

source:  

digme.gr

 

 

linguistic classification:  Παρωνυμικός σχηματισμός κατά το "αξιαγάπητος".
registered in dbase:  03-05-2014 11:44:43 AM
author:  ΑΣΒΕΣΤΑ ΑΣΗΜΙΝΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER α - Α

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.129.195.82