| lemma:> | τελικιάζω |
| part of speech:> | Verb |
| inflective/noninflective: | Inflective |
| etymology: | Από τη λεξη τελικός και το επίθημα -ιάζω. |
| meaning: | α) Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος έχει φτάσει στη μέγιστη δυνατή ταχύτητα με τη μηχανή ή το αυτοκίνητό του. β) Δηλώνει ότι κάτι βρίσκεται στο ανώτατο όριο.
|
| thematic category: | - |
| synonyms: | -
|
| opposites: | - |
| examples of use: | α) Δεν το τελικιάζω και, ουσιαστικά, πάνω από 200 δεν το πάω. Με ενδιαφέρει μια λύση για λιγότερη κατανάλωση, αλλά να μην «ψοφήσει» η μηχανή. β) Και η χοληστερίνη τελικιάζει. |
| source: | |
| linguistic classification: | - |
| registered in dbase: | 03-05-2014 14:39:45 PM |
| author: | Σέργης Γεώργιος |