ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  τελικιάζω
part of speech:  Verb
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λεξη τελικός και το επίθημα -ιάζω.
meaning:  

α) Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος έχει φτάσει στη μέγιστη δυνατή ταχύτητα με τη μηχανή ή το αυτοκίνητό του.   

β) Δηλώνει ότι κάτι βρίσκεται στο ανώτατο όριο.

 

thematic category:  -
synonyms:  

-

 

opposites:  -
examples of use:  

α) Δεν το τελικιάζω και, ουσιαστικά, πάνω από 200 δεν το πάω. Με ενδιαφέρει μια λύση για λιγότερη κατανάλωση, αλλά να μην «ψοφήσει» η μηχανή. 

β) Και η χοληστερίνη τελικιάζει.

source:  

α) apriliabikers.gr

β) estarian.blogspot.gr

linguistic classification:  -
registered in dbase:  03-05-2014 14:39:45 PM
author:  Σέργης Γεώργιος

 

 

RETURN TO THE CHARACTER τ - Τ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.191.171.10