| lemma:> | τζαμάουα |
| part of speech:> | Adjective |
| inflective/noninflective: | Noninflective |
| etymology: | Από τη λέξη τζάμι (με τη σημασία "εξαιρετικά ωραίο") με προσθήκη στοιχείου "αουα". Στο www.slang.gr για την περίπτωση του "γαμάουα" αναφέρεται το επιφώνημα "ουάου(α)". |
| meaning: | Χαρακτηρισμός για κάτι εκπληκτικό, εντυπωσιακά καλό ή ωραίο.
|
| thematic category: | - |
| synonyms: | γαμάουα, καυλερός, μπομπάτος, τουμπανέιρο, τούμπανο, φακάτος |
| opposites: | - |
| examples of use: | Πόσο τζαμάουα είναι η δυνατότητα που σου δίνει το Facebook… |
| source: | istidini.blogspot.gr |
| linguistic classification: | - |
| registered in dbase: | 03-05-2014 14:48:36 PM |
| author: | Σέργης Γεώργιος |