ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  χοντρολίπαρος, ο
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τις λέξεις χοντρός και λίπος και το επίθημα -αρος.
meaning:  Χαρακτηρισμός για υπερβολικά παχύσαρκο άτομο.
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  Αν δεν μας αρέσει η μουσική του και δεν τον θεωρούμε μεγάλο συνθέτη πειράζει να λέμε ότι είναι ένας εκνευριστικός χοντρολίπαρος που επιπλέον σε όλες τις αηδίες που έχουμε ακούσει από το στόμα του όλα αυτά τα χρόνια τώρα μας ομολογεί ότι τα άρπαζε κιόλας και θέλει να του πούμε και μπράβο, το καθίκι;
source:  musicheaven.gr
linguistic classification:  -
registered in dbase:  04-05-2014 09:54:24 AM
author:  Φουρνoγεράκη Θεώνη

 

 

RETURN TO THE CHARACTER χ - Χ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.117.233.54