ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  φουσκωτός, -ή, -ό
part of speech:  Adjective
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  -
meaning:  Ο πολύ γυμνασμένος και μυώδης.
thematic category:  -
synonyms:  μπιλντέρι, μπρατσόνι, σφίχτερμαν, σφίχτης, τουμπανέιρο, τουμπανιάρης, τούμπανο, χτιστός
opposites:  -
examples of use:  Ο μπασίστας σκέφτηκε, ορθώς if you ask me, “αφού παίζω μπάσο και δεν μου δίνει κανείς σημασία, ας πάω γυμναστήριο”. Είναι ένας φουσκωτός τύπος με κολλητό V, τσουλούφι και μόνιμο duckface, δεν μπορώ να αποφασίσω αν είναι μεγαλύτερος πόζερος απ’ τον κιθαρίστα Νο.1. Βασικά αποφάσισα μέσα σε 1’’, είναι.
source:  

monksdreams.wordpress.com

linguistic classification:  -
registered in dbase:  04-05-2014 10:08:15 AM
author:  Φουρνoγεράκη Θεώνη

 

 

RETURN TO THE CHARACTER φ - Φ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.17.110.58