lemma:> | ο-μι-τζι/ομιτζί |
part of speech:> | Adverb |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Προέρχεται από τα αρχικά O.M.G. (OH MY GOD). |
meaning: | Ως αντίστοιχο του "Θεέ μου" χρησιμοποιείται σε καταστάσεις έκπληξης, αγανάκτησης, εκνευρισμού. Σημαίνει συνήθως "έλα, δεν το πιστεύω","δεν είναι δυνατόν". |
thematic category: | - |
synonyms: | τζίζας |
opposites: | - |
examples of use: | Ομιτζί, ο μπροστά μου έχει τόση τρίχα στην πλάτη που δεν είμαι σίγουρος ότι βλέπω την πλάτη του. Ομιτζί, είναι η πλάτη του. |
source: |
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 04-05-2014 15:26:50 PM |
author: | Θεοδωροπούλου Αθηνά |