ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  γαμάουα
part of speech:  Adjective
inflective/noninflective:  Noninflective
etymology:  Από τη λέξη γαμάω, με προσθήκη στοιχείου -αουα. Στο www.slang.gr αναφέρεται το επιφώνημα "ουάου(α)".
meaning:  

Χαρακτηρίζει κάποιον ή κάτι εξαιρετικό, "γαμάτο", "και γαμώ".

thematic category:  -
synonyms:  καυλερός, μπομπάτος, τζαμάουα, τουμπανέιρο, τούμπανο, φακάτος
opposites:  -
examples of use:  

1) Ο κόσμος, κι εγώ μαζί του, έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε σε ταινίες και serials τους γαμάουα πανέμορφους γαλανομάτηδες (σαν εμένα) και τις γκομενάρες με τα ωραία στήθη και τις σωματάρες να φασώνονται ή να κάνουν έρωτα/sex μεταξύ τους.

2) Και σκέψου και το άλλο, τελειώνεις στα 4 χρόνια την άλλη σχολή (είσαι και πολύ γαμάουα) και μπαίνεις δεύτερο έτος πολυτεχνείο.

source:  

1) apostolosathinaios.wordpress.com

2) translatum.gr/forum

 

linguistic classification:  Υβριδικός σχηματισμός.
registered in dbase:  30-04-2014 20:07:43 PM
author:  ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER γ - Γ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 13.59.204.181