lemma:> | γαμησάμπλ |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Από τη λέξη γαμάω και το γαλλικό επίθημα -able. |
meaning: | Χαρακτηρισμός για άτομο (κυρίως γυναίκα) σεξουαλικά ελκυστικό.
|
thematic category: | - |
synonyms: | αξιαγάμητος, γαμεύσιμος, γαμήσιμος, κρεβατάμπλ, πηδήξιμος |
opposites: | -
|
examples of use: | Λυπάμαι, μόνο Άννα Α. παρακολουθώ, που την ερωτεύονται όλοι πάντα, που πάντα είναι ο καλύτερος άνθρωπος, γοητευτικός, ερωτεύσιμος και γαμησάμπλ και δε λέει να χάσει κάνα κιλό που 'χει γίνει σαν ντολμάς.
|
source: |
|
linguistic classification: | Υβριδικός σχηματισμός. |
registered in dbase: | 30-04-2014 20:19:25 PM |
author: | ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ |