| lemma:> | λίσταρχος, ο |
| part of speech:> | Noun |
| inflective/noninflective: | Inflective |
| etymology: | Από τη λέξη λίστα, με σχηματισμό κατά το λήσταρχος (= αρχιληστής). |
| meaning: | Χαρακτηρισμός για άτομα που είναι διαχειριστές μιας λίστας συνδρομητών σε μια ιστοσελίδα και είναι υπεύθυνοι για την ομαλή λειτουργία της. |
| thematic category: | - |
| synonyms: | - |
| opposites: | - |
| examples of use: | Ο Ορέστης θέλει να αναλάβει τη δημιουργία της λίστας, ως λίσταρχος της pyathens, καθώς γνωρίζει από τέτοιου είδους διαδικασίες. |
| source: |
|
| linguistic classification: | Ομωνυμικός σχηματισμός κατά το "λήσταρχος". |
| registered in dbase: | 04-05-2014 17:15:14 PM |
| author: | ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ |