lemma:> | έγκαυλος, -η, -ο |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη καυλί κατά τον σχηματισμό λόγιων επιθέτων με το πρόθημα εν-, π.χ. "έγκαιρος". |
meaning: | Αυτός που βρίσκεται σε σεξουαλική διέγερση. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Πρέπει να πω, ο Γκόρντον, ο σκύλος μου, ήτανε παρθένος ως τότε. Παλιότερα είχε για γκόμενα μια τεράστια λαστιχένια μπάλα με χερούλι που καβαλούσαν τα παιδιά όταν ήταν μικρά και χοροπήδαγαν. Κάποτε του την πήραμε κι αυτήν κι έμεινε έγκαυλος κι απορημένος έκτοτε. Ξέσπασε λοιπόν στη Ζήνα που το χάρηκε εξίσου. |
source: |
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 05-05-2014 11:57:01 AM |
author: | Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα |