lemma:> | εθνίκι, το |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τις λέξεις εθνικιστής και καθίκι. |
meaning: | Ο εθνικιστής. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Τα ξημερώματα της Δευτέρας στον σταθμό Λαρίσης εθνίκι φιλοδωρήθηκε με βρωμόξυλο. Δύσκολος καιρός τώρα τελευταία για πάσης φύσεως πατριωτοβαρεμένους... |
source: | anarchyagainstnationalism.blogspot.gr
|
linguistic classification: | Φαινόμενο συμφυρμού (blending). |
registered in dbase: | 05-05-2014 12:08:16 PM |
author: | Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα |