lemma:> | εθνοστεντόν, το |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Από τις λέξεις έθνος και στεντόν (stedon= όνομα ηρεμιστικού/αγχολυτικού φαρμάκου). |
meaning: | Περιπαικτικός χαρακτηρισμός των εθνικιστικών τάσεων ενός ατόμου. Χρησιμοποιείται ειρωνικά καθώς αυτό το «φάρμακο» όταν το παίρνει κάποιος αντί να καταστέλλει τις εθνικιστικές του τάσεις τις εμφανίζει σε μεγαλύτερο βαθμό. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Είναι μια Ελλάδα που σ' όλους αρέσει να κερδίζει, να φέρνει κούπες, να φέρνει επιτυχίες από ψηφοφορίες, παζάρια και καλάθια, που προσπερνάει τη ντόπα και τη μπαγαποντιά, αλλά την καταβρίσκει με τα εθνοστεντόν και τα ελληνικά DNA, την καταβρίσκει να καμαρώνει ως ανώτερη μπροστά στους κατσαπλιάδες ξένους και φτωχούς -ή φτωχούς ξένους- μια Ελλάδα που φτάνει μέχρι τον Κεντέρη και άλλες τέτοιες πανεθνικές μαλακισμένες στιγμές που μπορούν να συνοδευτούν από μια εικόνα της γαλανόλευκης και ένα σχολικό ποίημα. |
source: |
|
linguistic classification: | Παρωνυμικός σχηματισμός κατά το "υπνοστεντόν". |
registered in dbase: | 05-05-2014 12:11:27 PM |
author: | Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα |