ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  είμαι σε μουντ/mood
part of speech:  Phrase
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Η αγγλική λέξη mood σημαίνει "διάθεση".
meaning:  Έχω τη διάθεση (να κάνω κάτι).
thematic category:  -
synonyms:  

-

opposites:  -
examples of use:  

Μου 'χει τύχει άπειρες φορές να 'χω ετοιμάσει ένα συγκεκριμένο σύνολο, ξέρω γω π.χ. για αύριο, και αύριο το βράδυ να μην είμαι σε μουντ να βάλω αυτό που διάλεξα, για τους χ,ψ άκυρους λόγους που μπορεί να βρω, οπότε πάλι από την αρχή.

source:  

 e-steki.gr

 

linguistic classification:  -
registered in dbase:  05-05-2014 12:35:35 PM
author:  Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα

 

 

RETURN TO THE CHARACTER ε - Ε

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.149.25.163