lemma:> | είμαι σε μουντ/mood |
part of speech:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Η αγγλική λέξη mood σημαίνει "διάθεση". |
meaning: | Έχω τη διάθεση (να κάνω κάτι). |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Μου 'χει τύχει άπειρες φορές να 'χω ετοιμάσει ένα συγκεκριμένο σύνολο, ξέρω γω π.χ. για αύριο, και αύριο το βράδυ να μην είμαι σε μουντ να βάλω αυτό που διάλεξα, για τους χ,ψ άκυρους λόγους που μπορεί να βρω, οπότε πάλι από την αρχή. |
source: |
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 05-05-2014 12:35:35 PM |
author: | Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα |