lemma:> | έλεορ |
part of speech:> | Adverb |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Παραλλαγή της λέξης έλεος. |
meaning: | Λέξη που χρησιμοποιείται αντί του «έλεος», συνήθως ως σχόλιο για κάτι χαζό ή παράλογο. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | - lolloololoololol εγώ είχα ακούσει μόνο για pokemon που ένας νόμιζε πως ήταν πουλί και πήδηξε από το μπαλκόνι.... Φαντάσου τρέλα. Έλεορ! - Έλεορ πράγματι, έλεορ!!! sry κιόλας αλλά μου φάνηκε πολύ αστείο. |
source: | pctechnology.gr
|
linguistic classification: | Παρωνυμικός σχηματισμός κατά το "έλεος". |
registered in dbase: | 05-05-2014 12:48:42 PM |
author: | Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα |