lemma:> | Ελλέεινας, ο, Ελλεεινίδα, η |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από συμφυρμό των λέξεων ελεεινός και Έλληνας, Ελληνίδα. |
meaning: | Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τον σύγχρονο Έλληνα και τη νοοτροπία της μεγάλης ζωής και του φαίνεσθαι που έχει υιοθετήσει. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Όσο καλά και αν κατέχεις κάτι (μουσική, το αντικείμενο της δουλειάς σου, πολιτική ό,τι..) ο Ελλέεινας προσπαθεί να σου αποδείξει ότι το ξέρει καλύτερα. |
source: | |
linguistic classification: | Φαινόμενο συμφυρμού (blending). |
registered in dbase: | 05-05-2014 12:54:07 PM |
author: | Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα |