lemma:> | ελληναρισμός, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη Ελληνάρας και το επίθημα -ισμός. |
meaning: | Η σύγχρονη εθνικιστική τάση να θεωρούνται οι Έλληνες ανώτεροι, καλύτεροι, εξυπνότεροι κτλ. των άλλων φυλών. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Ο ξενοφοβικός ελληναρισμός με συνθήματα όπως «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ» προετοίμασαν το έδαφος για την ανεκτικότητα της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο λόγο και τις εγκληματικές πρακτικές της Χ.Α. |
source: |
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 05-05-2014 12:57:32 PM |
author: | Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα |