lemma:> | εμπορίκλα, η |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη εμπορικός και το επίθημα -ίλα. |
meaning: | Το να είναι κάτι εμπορικό, να μη δίνεται δηλαδή σημασία στην ποιότητα του προϊόντος αλλά στο τι θα πουλήσει. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Φοβερό το “Sky Is Falling Down”, το οποίο, όπως μαθαίνω, αποτελεί ήδη το πρώτο video του συγκροτήματος. Εμπορίκλα του κερατά, αρχικό θέμα για πολύ χτύπημα και όλα αυτά που μπορούν να ζεστάνουν αυτάκια και καρδούλες. |
source: | facebook.com
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 05-05-2014 13:00:05 PM |
author: | Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα |