ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  μαμίσιος, -α, -ο
part of speech:  Adjective
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη μαμά και το επίθημα -ίσιος.
meaning:  Δηλώνει κάτι το γνήσιο ή το αυθεντικό ("από τη μάνα του").
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  1) Είναι ο μαμίσιος που ήρθε μαζί με τον υπολογιστή;

2) Ποιες οι ανάγκες του ανθρώπου-νεογνού (ο απολύτως φυσικός άνθρωπος, ο “μαμίσιος” άνθρωπος, όχι ο ιμιτασιόν).

source:  

1) insomnia.gr

2) terrapapers.com

linguistic classification:  -
registered in dbase:  05-05-2014 18:26:50 PM
author:  Μαγιώνος Γεώργιος

 

 

RETURN TO THE CHARACTER μ - Μ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.149.28.222