| lemma:> | μοδίστρα, η |
| part of speech:> | Noun |
| inflective/noninflective: | Inflective |
| etymology: | Στο www.slang.gr αναφέρεται προέλευση της λέξης από τους στρατιώτες των Διαβιβάσεων, λόγω της συνήθειας να περνάνε τις κορδέλες του τηλέτυπου στον λαιμό τους. |
| meaning: | Ο σμηνίτης που υπηρετεί στην πολεμική αεροπορία. |
| thematic category: | - |
| synonyms: | - |
| opposites: | - |
| examples of use: | Συμφωνώ με τον από πάνω· τελείωσε με τη σχολή και μετά τα υπόλοιπα... Αν και -εδώ που τα λέμε- σαν μοδίστρα δε νομίζω να καταλάβεις και πολύ από στρατό. |
| source: | worldofwarcraft.gr |
| linguistic classification: | - |
| registered in dbase: | 05-05-2014 19:21:30 PM |
| author: | Μαγιώνος Γεώργιος |