ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  μαμιάς, ο
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Αντί για το "γαμιάς".
meaning:  Αυτός που έχει μεγάλες σεξουαλικές επιδόσεις, ο γαμιάς.
thematic category:  -
synonyms:  πήδουλας
opposites:  -
examples of use:  Δηλαδή αν κάποιος είναι πραγματικά μαμιάς, το έχει χορτάσει τόσο πολύ που μπορεί να δει μια γυμνή γυναίκα μπροστά του με ανοιχτά τα πόδια και να συνεχίζει να διαβάζει το βιβλίο του αδιάφορα.
source:  

phorum.gr

linguistic classification:  -
registered in dbase:  05-05-2014 22:47:53 PM
author:  Μαγιώνος Γεώργιος

 

 

RETURN TO THE CHARACTER μ - Μ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.149.28.222