ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  μπαντιλίκι, το
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη μπάντα (με την έννοια "πλευρά") και το επίθημα -ιλίκι.
meaning:  Τεχνική οδήγησης σκοπός της οποίας είναι η ελεγχόμενη απώλεια πρόσφυσης των πίσω τροχών ενός αυτοκινήτου, με αποτέλεσμα το στρίψιμο του οχήματος με πλαγιολίσθηση (τεχνικός όρος: "ντριφτάρισμα").
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  Είναι γνωστό ότι οι βασικοί υπεύθυνοι για τα τροχαία στην Ελλάδα είναι οι κατσίκες κι όχι οι εγκληματικά ηλίθιοι Ελληναράδες οδηγοί που θα σε προσπεράσουν στην στροφή με μηδέν ορατότητα γιατί είναι έξυπνοι / γρήγοροι κι εσύ μαλάκας / αργός, θα παρκάρουν όπου να ‘ναι αδιαφορώντας αν δημιουργούν μποτιλιάρισμα ή πιθανό κίνδυνο, θα κάνουν μπαντιλίκια και θα τραβήξουν χειρόφρενο σε στροφές γιατί έτσι κτλ. κτλ.
source:  

phorum.gr

linguistic classification:  -
registered in dbase:  06-05-2014 21:58:36 PM
author:  ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER μ - Μ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.189.188.36