ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  μπάξιμο, το
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από το ρήμα μπάζω (= βάζω) και το επίθημα -ιμο.
meaning:  Η διάθεση χρημάτων σε ένα αντικείμενο για προσθήκη εξαρτημάτων, π.χ. αντικατάσταση κάποιου παλιού εξαρτήματος.
thematic category:  -
synonyms:  

-

opposites:  -
examples of use:  Συνέχεια του μπαξίματος για το έρμο το μηχανάκι μου. Αυτή τη φορά έχω βάλει στο μάτι ένα σετάκι ζάντες bst. Από την Αγγλία τις βρίσκω κοντά στα 2,5κ με τα μεταφορικά. Ξέρει κανείς αν τις φέρνει κάποιο μαγαζί εδώ;
source:  

ducatisti.gr

linguistic classification:  -
registered in dbase:  06-05-2014 22:04:36 PM
author:  ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER μ - Μ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.147.36.213