| lemma:> | μπλοκάκιας, ο |
| part of speech:> | Noun |
| inflective/noninflective: | Inflective |
| etymology: | Από τη λέξη μπλοκ και το επίθημα -άκιας. |
| meaning: | Αυτός που δουλεύει με δελτίο (μπλοκ) παροχής υπηρεσιών. Βλ. και http://sarantakos.wordpress.com/. |
| thematic category: | - |
| synonyms: | - |
| opposites: | - |
| examples of use: | Δηλαδή εγώ, ελεύθερος επαγγελματίας, μπλοκάκιας, με σχέση εξαρτημένης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, που μου έχουν σκίσει τον πάτο στις μειώσεις και στα ψαλίδια, με 0 αφορολόγητο και φόρο 26% από το πρώτο ευρώ, θα πληρώνω εσαεί 650 ευρώ χαράτσι (γιατί έχω το μπλοκάκι) για να μπορώ να δουλεύω; |
| source: | |
| linguistic classification: | - |
| registered in dbase: | 06-05-2014 23:06:02 PM |
| author: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |