ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  μπουζουκλερί, η
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Noninflective
etymology:  Από τη λέξη μπουζούκι και το γαλλικό επίθημα -ερί, κατά τα "κρεπερί", "ουζερί".
meaning:  Πιο εκλεπτυσμένος, αλλά με έκδηλη ειρωνική χροιά, τρόπος αναφοράς σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης (μπουζούκια).
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  Στο συγκεκριμένο μαγαζί είχα να πάω γύρω στον ένα χρόνο και δυστυχώς η νοοτροπία του μαγαζιού από ποιοτική μουσική έχει καταντήσει μπουζουκλερί!
source:  

rembetiko.gr/forums

linguistic classification:  -
registered in dbase:  06-05-2014 23:25:59 PM
author:  ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER μ - Μ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.118.193.7