ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  μυρουδιάς/μυρωδιάς, ο
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  

Από τη λέξη μυρουδιά (στη σημασία «δεν παίρνω μυρωδιά» δηλαδή δεν έχω καταλάβει, υποψιαστεί, αντιληφθεί κάτι).

meaning:  Αυτός που παρουσιάζει τον εαυτό του ως γνώστη ενός αντικειμένου, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι δεν είχε ιδέα (κυρίως χρησιμοποιείται για τις αθλητικές δραστηριότητες).
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  Απ' ό,τι κατάλαβα πρέπει να είσαι μυρουδιάς από μπάλα, και με αυτά που γράφεις και δίνεις βάση στην περίοδο της προετοιμασίας και στην απόδοση των παικτών σημαίνει ότι δεν ακούμπησες μπάλα ποτέ στην ζωή σου.
source:  

aek365.com

linguistic classification:  -
registered in dbase:  07-05-2014 00:10:39 AM
author:  ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER μ - Μ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.118.186.169