lemma:> | ιστομάστορας, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Απόδοση του αγγλικού webmaster. |
meaning: | Αυτός που ξέρει να χειρίζεται πολύ καλά τους υπολογιστές και το διαδίκτυο. |
thematic category: | - |
synonyms: | γουεμπμάστορας |
opposites: | - |
examples of use: | Θα έλεγα βέβαια ότι είσαι από τους τυχερούς ιστομάστορες, γιατί αυτό το site έχει αγκαλιαστεί από συνεργάτες και μέλη με πολλή αγάπη. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 07-05-2014 13:29:12 PM |
author: | Κουβάρα Ειρήνη |