lemma:> | παρταόλας, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη φράση πάρ’ τα όλα. |
meaning: | Αυτός που κυριαρχεί σε κάποιον τομέα, "παίρνει τα πάντα" και δεν αφήνει τίποτα για κάποιον άλλο. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Ο Τσάβι, ο ιστορικός παρταόλας, έγινε ο πρώτος Ισπανός ποδοσφαιριστής σε τίτλους στην ιστορία (25), ξεπερνώντας τον Πάκο Χέντο (24) της Ρεάλ Μαδρίτης. |
source: | blaugrana.gr |
linguistic classification: | Λεξικοποίηση (lexicalisation). |
registered in dbase: | 07-05-2014 18:18:32 PM |
author: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |