lemma:> | παρτ(α)όλα, η |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη φράση πάρ’ τα όλα. |
meaning: | Χαρακτηρισμός για γυναίκα που "τους παίρνει όλους", πηγαίνει με τον οποιονδήποτε.
|
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Η μάνα με μαύρο κολάν, κοντό τοπάκι χωρίς σουτιέν, με τη ρώγα κάγκελο από τις ενέσεις σιλικόνης, μπότες μέχρι το μπούτι με εικοσάποντο τακούνι, βαμμένη για το Ρομέο και με κόκκινο νύχι 10 εκατοστών… κλασική παρτόλα. |
source: | zochades.blogspot.gr |
linguistic classification: | Λεξικοποίηση (lexicalisation). |
registered in dbase: | 07-05-2014 18:20:57 PM |
author: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |