lemma:> | πεναλτάδικο, το |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη πέναλτι και το επίθημα -άδικο. |
meaning: | Ξενοδοχείο για σεξ (όπου ο πελάτης μοιάζει με τον παίκτη που έχει στηθεί να χτυπήσει πέναλτι). |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Η αλήθεια είναι πως καμιά επιτροπή για να φύγουν τα μπορντέλα και τα πεναλτάδικα δεν έχουν κάνει οι "απλοί", "ανοργάνωτοι" κάτοικοι. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 07-05-2014 18:38:53 PM |
author: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |