lemma:> | πετρέλεος |
part of speech:> | Adverb |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Από τις λέξεις πετρέλαιο και έλεος. |
meaning: | Χρησιμοποιείται ως επιφώνημα για να δηλώσει κάποιος την αγανάκτησή του για κάτι, αντίστοιχο του "έλεος". |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Πετρέλεος! Πάλι καλά που δεν αναφέρθηκαν και οι Scorpions ως δημιουργοί της ατονικότητας! |
source: | rocking.gr |
linguistic classification: | Παρωνυμικός σχηματισμός κατά το "πετρέλαιο". |
registered in dbase: | 07-05-2014 18:43:41 PM |
author: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |