ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  πήδουλας, ο
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη πηδάω και το μεγεθυντικό επίθημα -ουλας.
meaning:  

α) Χαρακτηρισμός για κάποιον με πολύ έντονη σεξουαλική ζωή.

β) Η σεξουαλική πράξη, το πήδημα.

thematic category:  -
synonyms:  

α) μαμιάς

β) πήδουλο

opposites:  -
examples of use:  

α) Τελικά, είναι μεγάλος πήδουλας, μας έχει μαμήσει όλους αδιακρίτως και κατ’ εξακολούθηση.

β) Καλά, σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα καψούρα παίζει και πήδουλας, δεν παίζει αγάπη, αλλά λέμε τώρα.

source:  

α) multiforums.gr

β)  cosmopolitan.gr

linguistic classification:  -
registered in dbase:  07-05-2014 18:47:26 PM
author:  Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα

 

 

RETURN TO THE CHARACTER π - Π

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.119.28.237