lemma:> | πήδουλας, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη πηδάω και το μεγεθυντικό επίθημα -ουλας. |
meaning: | α) Χαρακτηρισμός για κάποιον με πολύ έντονη σεξουαλική ζωή. β) Η σεξουαλική πράξη, το πήδημα. |
thematic category: | - |
synonyms: | α) μαμιάς β) πήδουλο |
opposites: | - |
examples of use: | α) Τελικά, είναι μεγάλος πήδουλας, μας έχει μαμήσει όλους αδιακρίτως και κατ’ εξακολούθηση. β) Καλά, σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα καψούρα παίζει και πήδουλας, δεν παίζει αγάπη, αλλά λέμε τώρα. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 07-05-2014 18:47:26 PM |
author: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |