ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  ποντικαράς, ο
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη ποντίκι και το επίθημα -αράς.
meaning:  

α) Νεοσύλλεκτος φαντάρος.

β) Καινούριος σε κάποια δραστηριότητα, δουλειά κτλ.

thematic category:  -
synonyms:  

α) κωλόψαρο, νέοπας, νεούδι, ψάρακλας

β) νέοπας, νεούδι, νουμπάς

opposites:  α) λέουρας, παλαίουρας
examples of use:  

α) Πότε γυρνάει ο ποντικαράς?

β) Καλωσήρθες, φίλε ! Αν και "ποντικαράς" στο φόρουμ, σίγουρα θα γίνεις "παλιός" σε ελάχιστο χρόνο !

source:  

α) phorum.gr

β) retromaniax.gr

linguistic classification:  -
registered in dbase:  07-05-2014 18:56:45 PM
author:  Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα

 

 

RETURN TO THE CHARACTER π - Π

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.137.189.236