lemma:> | ρίχνω χι |
part of speech:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | - |
meaning: | Απορρίπτω κάτι ή κάποιον. |
thematic category: | - |
synonyms: | ρίχνω άκυρο, χιώνω |
opposites: | - |
examples of use: | Εκεί που καθόμασταν και μιλούσαμε, μας την έπεφτε κανονικά και ήθελε να γίνει κάτι παραπάνω, εγώ εκεί ξενέρωσα, οπότε της έριξα χι κι έτσι αυτή άρχισε να την πέφτει στο φίλο μου. |
source: | exomologiseis.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 07-05-2014 19:35:27 PM |
author: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |