lemma:> | ροζαλία, η |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από το ροζ χρώμα με συσχέτιση προς το κύριο όνομα "Ροζαλία". |
meaning: | Το απολυτήριο στρατού, επειδή έχει ροζ χρώμα. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Παρουσιάστηκα Μεγάλο Πεύκο, στη Σχολή Αλεξιπτωτιστών, πήγα Χαϊδάρι για ειδικότητα στο 480ο τάγμα διαβιβαστών καταδρομών και, τέλος, 1η Μοίρα Αλεξιπτωτιστών στο Μαλεμέ Χανίων, για 13 μήνες, από όπου πήρα και τη ροζαλία μου. |
source: | aquazone.gr |
linguistic classification: | Ομωνυμικός σχηματισμός κατά το "Ροζαλία". |
registered in dbase: | 07-05-2014 19:37:51 PM |
author: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |