ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  την πούλεψα
part of speech:  Phrase
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη πούλος (φράση "παίρνω τον πούλο").
meaning:  

α) Λέγεται όταν κάποιος παθαίνει μεγάλη ζημιά.

β) Λέγεται όταν κάποιος φεύγει βιαστικά ή κρυφά, για να γλιτώσει από κάτι κτλ.

thematic category:  -
synonyms:  

α) τον ήπια

β) γίνομαι πουλόπουλος

opposites:  -
examples of use:  

α) Αν με αποκληρώσει, την πούλεψα. Τι θα κάνω; 

β) Το παιδί κατά την ταπεινή μου άποψη καλά έκανε και την πούλεψε για έξω γιατί εδώ δεν πρόκειται να δει προκοπή.

source:  

α) kai-pou-sai-akoma.blogspot.gr

β) rocking.gr/forum

linguistic classification:  -
registered in dbase:  08-05-2014 11:32:08 AM
author:  Σωτηροπούλου Όλγα

 

 

RETURN TO THE CHARACTER τ - Τ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.191.67.90