ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  εξυπνίδης, ο, εξυπνίδου, η
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη έξυπνος και το επίθημα -ίδης που συναντάμε σε επώνυμα π.χ. Κωνσταντινίδης, -ίδου.
meaning:  Αυτός/αυτή που κάνει τον έξυπνο/ έξυπνη, ο ξερόλας.
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  Επειδή είσαι και εξυπνίδης, πες μας και τη συμπρωτεύουσα της Ουγγαρίας.
source:  4tforum.gr
linguistic classification:  -
registered in dbase:  08-05-2014 17:08:28 PM
author:  Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα

 

 

RETURN TO THE CHARACTER ε - Ε

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.223.195.30